Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

-Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας

Το κείμενο που ακολουθεί συντάχθηκε το καλοκαίρι του 2004 με σκοπό να αποτελέσει έναυσμα μιας συζήτησης σχετικής με το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας. Η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την Νέα Δημοκρατία λίγους μήνες νωρίτερα δεν ήταν άσχετη με τις προθέσεις και, κυρίως, με τις προσδοκίες του συντάκτη.

Ο προτεινόμενος διάλογος ωστόσο δεν ξεκίνησε ποτέ.


ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΓΗΡΑΝΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το δημογραφικό πρόβλημα άρχισε να απασχολεί τις αρχές της χώρας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ήδη την περίοδο εκείνη το φαινόμενο της δημογραφικής κατάρρευσης του Ελληνικού πληθυσμού είχε αρχίσει όχι μόνον να λαμβάνει χαρακτηριστικά στατιστικής κανονικότητας, αλλά και να εμφανίζει πλέον σημεία μόνιμης εγκατάστασης.

Έκτοτε εκπονήθηκαν, και είδαν το φως της δημοσιότητας, αρκετές αξιόλογες μελέτες, που αν και σε σημαντικό βαθμό ανέταμαν το πρόβλημα, εκτίμησαν με σχετική μόνον αξιοπιστία τις αιτίες του και πρότειναν ανάλογους ατελείς τρόπους αντιμετώπισης.

Όμως, παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα διαπιστώθηκε, τόσο ως προς την πλήρη έκταση του, όσο και ως προς την μείζονα σοβαρότητα του, η αντιμετώπιση του δεν αποτέλεσε ζήτημα εύλογου προβληματισμού για την κρατική διοίκηση και δεν προκάλεσε την υιοθέτηση ανάλογων μέτρων.

Η αδράνεια αυτή πρέπει, κυρίως, να αποδοθεί σε τρείς λόγους, που βρίσκονται σε στενή συνάφεια μεταξύ τους:

α) Η διακύμανση των δημογραφικών δεικτών, [ως φαινόμενο που αφενός υπακούει σε πολύπλοκους κανόνες και αφετέρου εξελίσσεται σε ικανό βάθος χρόνου], είναι αδύνατον να αποτελέσει οικεία παράσταση του απλού πολίτη, [που βρίσκεται αποκλειστικά προσανατολισμένος στην επεξεργασία των προσωπικών, καθημερινών και άμεσων προβλημάτων του].
Έτσι η συνειδητοποίηση, από την κοινή γνώμη, του κινδύνου της επερχόμενης δημογραφικής κατάρρευσης είναι ατελής και επισυμβαίνει με έμμεσο τρόπο, [και σε όψιμα μόνον στάδια της εξέλιξης του φαινομένου], ως απότοκος του βιώματος των παράπλευρων κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων που γεννώνται από αυτήν.
Υπό τις συνθήκες αυτές η αναζήτηση πραγματικών πολιτικών ευθυνών δεν βρίσκει ουσιαστικό έρεισμα και το δημογραφικό τείνει να θεωρείται μια συστηματική, μη επαρκώς προσδιορισμένη και αθεράπευτη κοινωνική νόσος, η διατήρηση της οποίας δεν προκαλεί ανάλογο πολιτικό κόστος.

β) Η αποτελεσματική αντιμετώπιση (και επίλυση) του δημογραφικού προβλήματος απαιτεί, σε κάθε περίπτωση, την υιοθέτηση και εφαρμογή μίας μακροπρόθεσμης πολιτικής στρατηγικού χαρακτήρα και εξαιρετικά υψηλού κόστους.
Η προοπτική αυτή, όμως, προϋποθέτει τον ριζικό επαναπροσανατολισμό του αναπτυξιακού και δημοσιονομικού μοντέλου της χώρας, ο βαθμός και η έκταση του οποίου μπορούν να επιτρέψουν να γίνεται λόγος ακόμη και για συνολικό επαναπροσδιορισμό του ίδιου του αξιακού συστήματος της κοινωνίας.
Εν όψει της παραδοχής αυτής και με δεδομένο ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν έχει πλήρως αντιληφθεί την σοβαρότητα του προβλήματος, παρόμοια πολιτική δεν είναι δυνατόν να γίνει ευρέως αποδεκτή και άρα εφαρμόσιμη.

γ) Το μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα των τελευταίων 15 ετών είχε σαν αποτέλεσμα την ποιοτική αλλοίωση και την άμβλυνση των άμεσων ορατών επιπτώσεων του δημογραφικού προβλήματος και πρόσφερε την δυνατότητα για την περαιτέρω αναβολή αφύπνισης και λήψης των απαραίτητων μέτρων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι η άποψη της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης σχετικά με το ζήτημα των οικονομικών μεταναστών είναι μάλλον λανθασμένη. Πράγματι, η διαδεδομένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ελληνική κοινωνία ανέχεται μεγαλόψυχα και φιλοξενεί γενναιόδωρα τους οικονομικούς μετανάστες, θεωρώντας μάλιστα ότι εάν, (και όποτε), θελήσει θα μπορέσει να απαλλαγεί χωρίς δυσκολία από αυτούς, σε καμία περίπτωση δεν ευσταθεί.
Αντίθετα η εγκατάσταση των ανθρώπων αυτών στην Ελλάδα υπακούει, σε γενικές γραμμές, σε νόμους προσφοράς και ζήτησης.
Υπό την έννοια αυτή, οι οικονομικοί μετανάστες καλύπτουν σήμερα πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας
, [ανάγκες που σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκαν και (ή κυρίως) ως αποτέλεσμα της δυσμενούς εξέλιξης του δημογραφικού προβλήματος της χώρας], και σταδιακά, και παρά τις δυσκολίες, [που προέρχονται από την μη πλήρη παραδοχή της πραγματικότητας και την ανειλικρινή στάση των ελλήνων «εργοδοτών»], ενσωματώνονται στον κορμό της κοινωνίας ως αναπόσπαστο τμήμα της.


Εν όψει των παραπάνω καθίσταται προφανές ότι το μεταναστευτικό ρεύμα λειτουργεί ήδη ως αυτόματος μηχανισμός θεραπείας της ανεπαρκούς ανανέωσης του γηγενούς πληθυσμού και δημιουργεί μία νέα μη αναστρέψιμη κατάσταση, την οποία όμως οι έλληνες αρνούνται, μάλλον επίμονα, να αποδεχθούν.

Από όλα όσα προεκτέθηκαν μπορεί να εξαχθεί το θεμελιώδες πολιτικό συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο το δημογραφικό πρόβλημα, παρά την μείζονα σοβαρότητα του, δεν αποτελεί σε μαζικό επίπεδο αναγνωρισμένο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Αντίθετα παραμένει, μέχρι και σήμερα, αντικείμενο συζήτησης αποκλειστικά των ανώτερων πολιτικών και πνευματικών κύκλων της χώρας.

Η διάγνωση, όμως, του προβλήματος από την Βουλή των Ελλήνων, την Ακαδημία Αθηνών, τα διάφορα Ινστιτούτα συναφών μελετών ή τούς ειδικούς επιστήμονες δεν είναι αρκετή για να προκαλέσει την λήψη αποτελεσματικών μέτρων. Και αυτό διότι οι διορθωτικές παρεμβάσεις που είναι ουσιωδώς απαραίτητες για την επίλυση του είναι τόσο σημαντικές σε έκταση, ώστε η άσκηση τους να μην είναι δυνατή χωρίς την ειλικρινή συναίνεση ή, τουλάχιστον, την ευρεία ανοχή του συνόλου των πολιτών.

Κοντολογίς, η κοινή γνώμη θα πρέπει κατ΄ αρχήν να αντιληφθεί την ύπαρξη του προβλήματος. Περαιτέρω, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα αυτό, λόγω της φύσης του, υπακούει στους θεμελιώδεις νόμους της δυναμικής της κίνησης των πληθυσμών και υπό την έννοια αυτή επιλύεται ήδη με αυτόματο και μη ελεγχόμενο τρόπο μέσω της οικονομικής μετανάστευσης, η οποία με φυσιολογικό τρόπο καλύπτει τα δημιουργούμενα κενά. Τότε μόνον θα καταστεί σαφές ότι, μακροπρόθεσμα, το αποτέλεσμα της δημογραφικής κατάρρευσης δεν θα είναι η ερήμωση της χώρας, αλλά, μάλλον, η σταδιακή και μη αναστρέψιμη αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης και φυσιογνωμίας της.

Οι διαπιστώσεις αυτές μετατοπίζουν τα διλήμματα στις πραγματικές τους διαστάσεις και καθιστούν προφανέστερες τις διαθέσιμες επιλογές της πολιτείας, η οποία οφείλει να λάβει τις κατ΄ αρχήν αποφάσεις της σε θεμελιώδες και στρατηγικό επίπεδο.

Υπό την έννοια αυτή θα πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να αποφασισθεί εάν θα προτιμηθεί η αποχή από οποιαδήποτε δράση ή εάν αντίθετα θα προκριθεί η άμεση ενεργητική παρέμβαση.

Η πρώτη επιλογή, η αγνόηση δηλαδή του προβλήματος και η τήρηση αδρανούς στάσης, κινείται προς την κατεύθυνση της αυτόματης επίλυσής του και επιβαρύνεται από τις δυσάρεστες παρενέργειες που δημιουργεί η λανθασμένη εκτίμηση και αντιμετώπιση του φαινομένου της μετανάστευσης στην χώρας μας. Πράγματι το καθεστώς παραμονής και αποδοχής των μεταναστών στην Ελλάδα βρίσκεται σε σχετική ή/και πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματική τους θέση, που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί παρά να προσδιορίζεται από τον -όντως σημαντικό σήμερα- βαθμό συμμετοχής τους στην λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς.

Αναπόφευκτα, όμως, τα αμέσως επόμενα χρόνια, το δυναμικότερο και πιο προικισμένο κομμάτι της τάξης αυτής θα διεκδικήσει την επαγγελματική και κοινωνική του αναβάθμιση και την περισσότερο αναλογική και ουσιαστική συμμετοχή του στην διαμόρφωση της προοπτικής της χώρας. Το αίσθημα διεκδίκησης θα ενισχύεται διαρκώς από την παρουσία μιας νέας γενιάς πολιτών, αυτής των άμεσων απογόνων τους, που θα μιλούν ελληνικά, θα θεωρούν την Ελλάδα σαν πρώτη και πραγματική πατρίδα τους και θα ταυτίζουν το μέλλον τους με αυτήν.

Είναι προφανές ότι οι συνθήκες αυτές θα ευνοήσουν τον σχηματισμό ισχυρών αντιτιθέμενων κοινωνικών πόλων και θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ρατσιστικών αισθημάτων και εχθρικού, συγκρουσιακού περιβάλλοντος.

Από την άλλη πλευρά, η ενεργητική παρέμβαση της πολιτείας δεν μπορεί παρά να ασκηθεί, αυτονόητα, προς την κατεύθυνση της ορθολογικής και προβλέψιμης αναπλήρωσης των κενών που δημιουργεί η ανεπαρκής αύξηση ή/και η γήρανση του πληθυσμού. Η αναπλήρωση αυτή μπορεί να επιτευχθεί αφενός μέσω της ανάκαμψης των δημογραφικών δεικτών της χώρας και αφετέρου μέσω της ελεγχόμενης και προγραμματισμένης μεταναστευτικής πολιτικής.

Είναι προφανές ότι η εγγενής αβεβαιότητα σχετικά με τον βαθμό απόδοσης της πρώτης πηγής καθιστά απολύτως αναγκαία την λήψη μέτρων που θα στοχεύουν στην ομαλή εγκατάσταση των μεταναστών. Είναι επίσης προφανές ότι οι δύο πολιτικές πρέπει να εφαρμοσθούν ταυτόχρονα και παράλληλα η μία με την άλλη και να βρίσκονται σε διαρκή δυναμική ισορροπία, μέτρο της οποίας θα είναι η, σε κάθε χρονική στιγμή, κάλυψη των πραγματικών αναγκών της χώρας.


Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, από την εξέλιξη του οποίου θα εξαρτηθεί κατά μείζονα λόγο ο ρυθμός της περαιτέρω εισόδου οικονομικών μεταναστών και ο βαθμός αλλοίωσης του εθνικού χαρακτήρα του ελληνικού πληθυσμού, συνιστά ζήτημα σημαντικής πολυπλοκότητας και υψηλού βαθμού δυσκολίας.

Όλες σχεδόν οι μελέτες που εκπονήθηκαν μέχρι σήμερα καταλήγουν σε ταυτόσημα συμπεράσματα, σύμφωνα με τα οποία οι αιτίες που οδήγησαν στην δημογραφική κατάρρευση, από την αρχή της 10ετίας του 1980, είναι πρωτευόντως αιτίες οικονομικής φύσης. Ασφαλώς στις μελέτες αυτές γίνεται λόγος και για αίτια με περισσότερο θεμελιώδη και αφηρημένο χαρακτήρα, (π.χ. αλλαγή αξιακού συστήματος, απώλεια παραδοσιακών θεσμών, καθιέρωση νέων προτύπων κ.λ.π.), πλην όμως τα αίτια αυτά τοποθετούνται και αξιολογούνται παράλληλα με τα αντίστοιχα οικονομικά, ωσάν να είχαν την ίδια βαρύτητα στην δημιουργία του προβλήματος. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την ίδια την φύση των μέτρων που προτείνονται, μέτρα που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αμιγώς, [ή πρωτευόντως], οικονομικού χαρακτήρα.

Η προσέγγιση αυτή είναι μάλλον λανθασμένη.

Η δημιουργία του δημογραφικού προβλήματος δεν πρέπει να αποδίδεται σε σειρά αυτοτελών επάλληλων λόγων που δρουν σωρευτικά και ενισχύουν ο ένας την δράση του άλλου. Αντίθετα τα αίτια που το προκαλούν πρέπει να αναζητηθούν στην αναπαράσταση ενός συστήματος ομόκεντρων κύκλων που αλληλοεπικαλύπτονται και που η ύπαρξη του ενός αποτελεί προϋπόθεση και αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη του κάθε άλλου από τους εσώτερους. Υπό την έννοια αυτή οι όποιοι οικονομικοί λόγοι δεν μπορεί παρά να είναι παράγωγες συνέπειες άλλων περισσότερο θεμελιωδών συνθηκών. Περαιτέρω, η θεραπεία των οικονομικών αυτών λόγων δεν μπορεί να συνεπάγεται και την θεραπεία του συνολικού προβλήματος, αν δεν έχει προηγηθεί η άρση των αρχικών συνθηκών που ευνόησαν την ανάπτυξη του.

Η επιθυμία τεκνοποίησης, ως αρχέγονη και πρωτεϊκή λειτουργία, είναι πρωτίστως αποτέλεσμα ανταπόκρισης του ατόμου στο αξιακό του σύστημα, ο δε βαθμός ανάπτυξης της αποτελεί συνάρτηση του αισθήματος ασφάλειας και προοπτικής που προσφέρει το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Οι οικονομικές συνθήκες ασκούν μικρή επίδραση στο πλέγμα αυτών των παραγόντων και ειδικότερα όταν αυτές αξιολογούνται μέσα στο πλαίσιο του, κυρίαρχου πλέον, καταναλωτικού μοντέλου, επιδίωξη του οποίου είναι η διαρκής δημιουργία νέων «αναγκών», η δημιουργία δηλαδή νέων τρόπων ανάλωσης των διαθέσιμων οικονομικών πόρων.

Η υιοθέτηση των παραπάνω σκέψεων οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η βελτίωση της ατομικής οικονομικής θέσης του πολίτη δεν οδηγεί σε αξιόλογη αύξηση της επιθυμίας του για απόκτηση απογόνων. Αντίθετα η επιθυμία αυτή ενισχύεται σημαντικά από την αίσθηση συμμετοχής σε μια κοινωνία που μπορεί να εγγυηθεί συνθήκες συνοχής και αλληλεγγύης και να εμπεδώσει μόνιμο αίσθημα ασφάλειας και προοπτικής. Τα οικονομικά ή άλλα εξατομικευμένα μέτρα, που έχουν σκοπό την αντιμετώπιση του δημογραφικού, μπορούν να είναι αποτελεσματικά μόνον εάν εφαρμοσθούν επικουρικά και εξειδικευμένα, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού, που κατ΄ αρχήν θα θεραπεύει τις θεμελιώδεις αιτίες του προβλήματος και θα εγκαθιστά πρωτογενώς την επιθυμία τεκνοποίησης.

Η συγκεκριμένη ανάγνωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αισιόδοξη, αφού βάσει αυτής το δημογραφικό πρόβλημα συνιστά γενικευμένη και συστηματική κοινωνική νόσο, τα αίτια της οποίας πρέπει να αναζητηθούν στην αλλαγή του αξιακού συστήματος της κοινωνίας, στην κατάρρευση της συλλογικότητας, στην εξαλείψει της κοινοτικής συνοχής και αλληλεγγύης, στην επικράτηση του ατομικισμού και του εξοντωτικού ανταγωνισμού και στην μείωση του αισθήματος ασφάλειας και προοπτικής.

Η οικονομική διάσταση προκύπτει ως απότοκος όλων αυτών, στο μέτρο της επικράτησης της εσφαλμένης αντίληψης, σύμφωνα με την οποία τα παραπάνω εν ανεπαρκεία αγαθά έχουν μετατραπεί σε αγοραία προϊόντα, που ο κάθε ένας μπορεί να τα προμηθευθεί, ανάλογα με τις δυνατότητες του.

Συνεπώς τα όποια οικονομικά μέτρα υιοθετηθούν θα έχουν μικρή μόνον αποτελεσματικότητα, θα δρουν, –παρά την καθολική τους εφαρμογή-, εξατομικευμένα και δεν θα είναι ικανά να προκαλέσουν ουσιώδη ανατροπή των δημογραφικών δεικτών.

Συμπερασματικά, η λύση του δημογραφικού προβλήματος μπορεί να αναζητηθεί μόνον μέσα στο πλαίσιο της επανασύστασης των κοινωνικών δομών και της δημιουργίας ενός πλέγματος συλλογικής ασφάλειας, που θα εγγυάται στον πολίτη ένα ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, θα μεταδίδει αίσθημα δίκαιης προοπτικής και θα συντηρεί εύλογες προσδοκίες.

Κοντολογίς η πολιτική που πρέπει να ασκηθεί απέχει πολύ από του να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολιτική ειδική για την αντιμετώπιση του δημογραφικού.

Αντίθετα αποκτά χαρακτήρα συνολικού πολιτικού οράματος για την κοινωνία.

Η Νέα Δημοκρατία, λόγω της μακράς παραμονής της εκτός εξουσίας και της εκτεταμένης ανανέωσης του πολιτικού της προσωπικού είναι κατ΄ ουσίαν ένα κόμμα χωρίς παρελθόν. Το γεγονός αυτό της επιτρέπει να δημιουργήσει κλίμα αυξημένων προσδοκιών, να εμπνεύσει αισιοδοξία και να κινητοποιήσει έτσι την κοινωνία προς την κατεύθυνση πραγματοποίησης σημαντικών αλλαγών. Διαθέτει κατά συνέπεια την δυνατότητα να αποσπάσει από τους πολίτες την αναγκαία συναίνεση που θα της επιτρέψει να παρακάμψει την στείρα διαχειριστική λογική και να χειριστεί τα προβλήματα του τόπου σε δομικό και θεμελιώδες επίπεδο.

Εν όψει των παραπάνω η πανηγυρική εξαγγελία της ανασύστασης ενός νέου κοινωνικού κράτους συνιστά ύψιστη προτεραιότητα.

Το προτεινόμενο μοντέλο πρέπει να οριοθετεί με ακρίβεια το επίπεδο των δικαιωμάτων που θεωρούνται στοιχειώδη, και άρα τίθενται υπό την προστασία και την εγγύηση της κοινωνίας. Να προσδιορίζει επαρκώς το σημείο ισορροπίας του ατομικού με το δημόσιο συμφέρον. Να διακηρύσσει ότι στο πλαίσιο της παροχής βασικών υπηρεσιών, όπως η υγεία, η παιδεία ή η ασφάλεια, το κράτος δεν δρα ανταγωνιστικά με τους ιδιώτες, αλλά αντίθετα παρέχει αυτοτελώς και σε υψηλό επίπεδο τα αγαθά αυτά, ασκώντας αυτονόητη υποχρέωση του. Και τέλος να εγγυάται πειστικά ότι ο ανταγωνισμός, που φυσιολογικά αναπτύσσεται μεταξύ των μελών μίας ανοικτής και φιλελεύθερης κοινωνίας, δεν ασκείται με όρους εξόντωσης του ασθενέστερου και επιβίωσης του ισχυρότερου.

Παρά το γεγονός ότι ο χρονικός ορίζοντας πλήρους υλοποίησης παρόμοιων εξαγγελιών είναι μακρύς, ή και αβέβαιος, τα αποτελέσματα της οραματικής αφομοίωσης τους από την κοινωνία είναι άμεσα ορατά. Πράγματι οι προσδοκίες που αναπτύσσονται μειώνουν την δυσπιστία, αυξάνουν την ανοχή, εξασφαλίζουν κλίμα συναίνεσης και καθιστούν την εφαρμογή των επί μέρους εξειδικευμένων πολιτικών ανεμπόδιστη.


Η αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος μπορεί να σχεδιαστεί μόνον μέσα στο πλαίσιο που περιγράφεται παραπάνω και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι οι πολίτες της χώρας θα αναγνωρίσουν την ύπαρξη του και θα εκτιμήσουν την μείζονα σοβαρότητα του. Για τον λόγο αυτό το επίμαχο ζήτημα, που σήμερα αναφέρεται μόνον σποραδικά και σχεδόν τυχαία, πρέπει να αναδειχθεί σε κεντρικό και πρωταρχικό στοιχείο του καθημερινού πολιτικού λόγου, σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας και σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστεί σαφές ότι η επίλυση του αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την προσέγγιση όλων των υπόλοιπων οραματικών στόχων.

Περαιτέρω θεμελιώδης προϋπόθεση για την εγκατάσταση ευνοϊκών συνθηκών αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος είναι η δημιουργία στην κοινή γνώμη της βεβαιότητας ότι καταβάλλονται όντως σοβαρές και αξιόπιστες προσπάθειες για την καταπολέμηση της ανεργίας, την αναζωογόνηση της υπαίθρου, την αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας και παιδείας, την προστασία της μητρότητας, με την δημιουργία ελαστικής σχέσης οικογένειας – εργασίας, την εν γένει διευκόλυνση του στεγαστικού προβλήματος κ.λ.π.

Πρέπει να σημειωθεί ότι για όλα τα παραπάνω η παρουσίαση απτών και μετρήσιμων αποτελεσμάτων είναι λιγότερο σημαντική από αυτή καθ΄ αυτή την αξιοπιστία και την πειστικότητα των σχετικών εξαγγελιών, αφού το βασικό ζητούμενο είναι η καλλιέργεια κλίματος συναίνεσης, η ανάπτυξη προσδοκίας και αισιόδοξης προοπτικής και εν υστάτη αναλύσει η ανάκτηση του ουσιώδους, που δεν είναι άλλο από την αρχέγονη χαρά της ζωής.


Στα πλαίσια του υπομνήματος αυτού παρέλκει ασφαλώς η αναφορά των ειδικότερων μέτρων (οικονομικών ή άλλων) που είναι σκόπιμο να εφαρμοσθούν για την τακτική αντιμετώπιση των επί μέρους εξειδικευμένων προβλημάτων. Άλλωστε όπως προαναφέρθηκε τα μέτρα αυτά ελάχιστα μπορούν να αποδώσουν εάν δεν προηγηθεί η δημιουργία του ευνοϊκού γενικού πλαισίου. Σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι:

το δημογραφικό ζήτημα πρέπει να αποσυνδεθεί από το πρόβλημα προστασίας των πολυτέκνων και από κάθε εν γένει προνοιακή λογική

η παροχή βασικών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας πρέπει να λάβει προτεραιότητα σε σχέση με τα όποια μέτρα άμεσης οικονομικής ενίσχυσης

η αναβολή του γάμου και της πρώτης τεκνοποίησης πρέπει να καταπολεμηθεί δραστικά

η επανασυγκρότηση της οικογένειας των δύο γενεών –μέσα στο πλαίσιο κοινοτήτων μικρού μεγέθους- πρέπει να επιδιωχθεί έντονα

τα μέτρα προστασίας και παροχής υπηρεσιών στο παιδί για όλο το διάστημα μέχρι την ενηλικίωση του πρέπει να λάβουν υψηλή προτεραιότητα

η γέννηση του δεύτερου –και δευτερευόντως του τρίτου- παιδιού πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής στόχευσης

Πρέπει ακόμη να γίνει σαφές ότι η λήψη αποσπασματικών μέτρων, που δεν θα έχουν προηγουμένως ενταχθεί σε έναν γενικότερο στρατηγικό σχεδιασμό, θα έχει αμελητέα επίδραση και θα εμφανίζει μικρή και προσωρινή μόνον ωφέλεια.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: